ξεκαμπίζω

ξεκαμπίζω
(I)
1. βγαίνω από στενό πέρασμα ή από δάσος σε ανοιχτή πεδιάδα
2. φεύγω, απομακρύνομαι
3. μτφ. βγαίνω από αδιέξοδο, αποφεύγω μια δύσκολη κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + κάμπος].
————————
(II)
μιλώ κάνοντας πολύ θόρυβο, κραυγάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεκαμπίζω — ξεκάμπισα, βγαίνω στους κάμπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκάμπισμα — το [ξεκαμπίζω (Ι)1 1. η έξοδος σε πεδιάδα 2. μτφ. διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”